- ὑπεξερεύγω
- ὑπεξ-ερεύγω,A disgorge, Nic.Al. 227.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεξερεύγω — Α βγάζω λίγο λίγο από το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξερεύγω «βγάζω ορμητικά, ξερνώ»] … Dictionary of Greek